- χορωδιακός
- η , ό[ν] хоровой;
χορωδιακός όμιλος — хоровой кружок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορωδιακός όμιλος — хоровой кружок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορωδιακός — ή, ό, Ν [χορωδία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορωδία ή αυτός που εκτελείται από χορωδία (α. «χορωδιακό σύνολο» β. «χορωδιακό τραγούδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το χορωδιακό είδος θρησκευτικής ψαλμωδίας … Dictionary of Greek